Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2011

Ψηλά στα καταράχια - Διήγημα


Τα πόδια της πατούσαν γερά τη γη, λιγνή σιλουέτα ,λικνιζόταν μ `αέρινη κίνηση, κυνηγούσε τις ακτίνες του ήλιου, άλλοτε μεγάλωνε κι άλλοτε μίκραινε, έπαιζε με τη σκιά.  Δρασκέλιζε τα βράχια με άνεση μοναδική , ώσπου να τη δεις εδώ, βρισκόταν απέναντι, έβλεπε τους αϊτούς  να γυρωπετάνε κι άνοιγε τα χέρια της, πετούσε μαζί τους, έσκουζε στον αέρα , τους μιλούσε. Όλα γίνονται ένα εκεί ψηλά, τα βουνά υπάρχουν  για ν `ακουμπάμε την ψυχή μας στα σύννεφα. Την είχα δει κάποτε στο βουνό, στεγνή σιλουέτα  μα δυνατή σαν σίδερο, μάτια μεγάλα γαλανά, είχαν το χρώμα τ   `ουρανού, πετούσαν σπίθες, ανήσυχα ,χτένιζαν τις πλαγιές, τρύπωναν στα φυλλώματα, φύλαγαν το βιoς της.
Φύση αδάμαστη, ελεύθερη, τίποτε δεν τη σταματούσε, σφύριζε και η σφυριά της περνούσε σαν αστροπελέκι από τη μια πλαγιά στην άλλη, έσκιαζε τ` αγριμικά που λούφαζαν, δεν ξεμυτούσαν. Σαν έφτανε μεσημέρι καθόταν κάτω από το μεγάλο πλατάνι  στα ριζά της ρεματιάς να ξαποστάσει να χορτάσει τη δίψα της. Όταν το μεράκι την έπιανε ,έβγαζε απ` το ταγάρι το σουράβλι κι αντιλαλούσε η πλαγιά, ακόμα και τ `αηδόνια σιωπούσαν, θαύμαζαν την τέχνη της και πώς να μην τη θαυμάζουν αφού έβγαινε από την ψυχή της.  Σαν άρχιζε ο ήλιος να γέρνει, στο πόδι και πάλι για την επιστροφή, πετούσε από βράχο σε βράχο, γρήγορη σαν αστραπή, έφερνε τα δάχτυλα στο στόμα και σφύριζε δυο φορές κοφτά, το σφύριγμά της ήταν διαταγή, τα ζώα παράταγαν τον επιούσιο και τσακιζόντουσαν στην προσταγή της . Τα μάζευε  πριν πέσει  ο ήλιος στο μαντρί, φώναζε τη μάνα της  ν` αρμέξουνε να τελειώσουν γρήγορα, είχε δουλειές να κάνει. Μαθημένη στη σκληρή δουλειά, γεννημένη στις αητοφωλιές του Καβοντόρου ένιωθε την πέτρα μαλακιά κάτω απ` τα πόδια της.
Αυτός ήταν ο τόπος της, αυτός ήταν ο τρόπος που ζούσε, εκεί ψηλά στα καταράχια της Όχης, εκεί που τ` αγριολούλουδα πλέκουν τα χαλί της ευτυχίας την άνοιξη, απ` εκεί έπαιρνε χρώματα η ψυχή της, έλουζε τα μαλλιά της  στα γάργαρα νερά του Δημοσάρη, άκουγε τον κότσυφα να τραγουδά, να της καλομιλάει. Σκληρή ζωή, σκληρή σαν πέτρα μα δεν το `βαζε κάτω, πατούσε τις σάρες , τα λιβάδια, ανέμιζε τη μαγκούρα στα επιδέξια χέρια της. Πιστός φίλος της ήταν ο Κούρκος, ένας μαύρος τσοπανόσκυλος απ` αυτούς που συναντάς στα κοπάδια της Καρυστίας, μια κοψιά έχουν όλα, μέτριο ανάστημα γυριστή ουρά και μια άσπρη ρίγα στο στήθος. Ήταν το δεξί της χέρι δεμένος μαζί της με μια σχέση αλληλεξάρτησης. Δε χρειαζόταν να του μιλήσει, ένα νεύμα αρκούσε, είχε μυαλό ξυράφι, καταλάβαινε τα πάντα Την εποχή που τα γίδια γεννούσαν γυρνούσε ανήσυχος τις ρεματιές και τα γκρέμια για να μαζέψει τις ξεκομμένες μάνες  που κρυβόντουσαν στ` απόσκια  να γεννήσουν με ασφάλεια. Οι αλεπές, καραδοκούσαν. Το’ ξερε ο Κούρκος και δεν έβαζε μουσούδι κάτω, το’ χε ψηλά, οσμιζόταν τον αέρα, έψαχνε ασταμάτητα. Καθισμένη στις κορφές περίμενε ν`ακούσει το γαύγισμα του, τα βελάγματα των μικρών, να πάει να τα μαζέψει. Εικόνες γεννημένες στα πετρόχτιστα βουνά του Καφηρέα, εικόνες σημερινές συνεχίζουν να ζουν στα χωριά , στους λιγοστούς κατοίκους, στα παιδικά μάτια π`αγναντεύουν το πέλαγος. Ταυτίζονται με το βλέμμα του σπιζαετού  πετούν μαζί του, την ώρα που ο ήλιος σπέρνει χρυσάφι στα νερά ,η κραυγή  της ελευθερίας γίνεται απόγνωση που σχίζει τους αιθέρες. Εκεί ψηλά ,στα φαράγγια  και τα ρέματα της Όχης ακόμη και σήμερα κρύβεται τ`αερικό που κλώθει τα παραμύθια.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου