Σάββατο 18 Ιουνίου 2011

Πολίτικη κουζίνα


Καλοκαιράκι, μυρωδιά απο γιασεμί κι`αγιόκλιμα, εικόνες απ` την Αγιά Σοφιά, εικόνες απ` την Πόλη. Τ`αεράκι χαΪδεύει το πανί που τρεμοπαίζει.
Εικόνες ζωντανές στον  θερινό κινηματογράφο, μνήμες σε φόντο λευκό, λόγια του γέροντα που έφυγε,ιστορίες που άκουγα παιδί για την τους ανθρώπους ,το διωγμό.
Πολίτικη κουζίνα, βραδιά αναδρομής, παρελθόν και μέλλον, ήμουν κι εγώ εκεί για να δω με τα μάτια μου αυτά που χρόνια πριν δημιουργούσε η φαντασία.
Πολίτικη κουζίνα, μυρωδιές από κάρδαμο, κύμινο, άσπρο πιπέρι, γεύσεις γνώριμες, έντονες όπως οι διηγήσεις για τον Ελληνισμό που ξεριζώθηκε γιατί κάποιοι λάθεψαν. Οι παλιοί έφυγαν μα τις μυρωδιές ακόμα τις ακούω είναι κλεισμένες στο συρτάρι, έρχονται και ξανάρχονται για να μας θυμίσουν πρόσωπα αγαπημένα, κιτρινισμένες φωτογραφίες που μιλούν, αισθάνονται, γιατί μέσα μου είναι ζωντανές, γιατί οι νεκροί πεθαίνουν όταν τους ξεχνούμε.
Πολίτικη κουζίνα γιατί αλλοίμονο σ`όποιο λαό ξεχνά την ιστορία του.

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2011

Ανηφορίζοντας.. - (Διήγημα)

Η ανηφόρα απότομη καθώς είναι με βάζει σε δοκιμασία, ανεβαίνω μισή ώρα και δεν έχω φτάσει ούτε στη μέση, τ’απόκρημνα βράχια της κορφής με κοιτούν και σιγογελάνε, όσο τα χρόνια περνούν τα βουνά ψηλώνουν. Όταν ήμουν παιδί ανέβαινα σχεδόν τρέχοντας, τώρα κάθε τόσο κάνω στάσεις, δεν αρκεί μόνο η θέληση.
Το τοπίο δεν έχει αλλάξει μόνο το δάσος με τα ίλκια στην απέναντη πλαγιά ψήλωσε, έγινε αδιαπέραστο,τα δέντρα μεγάλωσαν, μόνο η ανάσα μου μίκρυνε.

Τα χρόνια εκείνα τον Αύγουστο της Παναγιάς ο πατέρας μου μ’έπερνε απο το χέρι κι’ανηφορίζαμε το μονοπάτι που οδηγεί στην κορφή του Αι Νικόλα. Δεν κοιμόμουν όλη τη νύχτα, το χάραμα της Παναγιάς το περίμενα με ανυπομονησία, θέλεις η γιορτή θέλεις η βόλτα, οι διηγήσεις του πατέρα μου, όλα ήταν μαγικά.
Ο συχωρεμένος ο γέρος μου τα θυμόταν απο τον πατέρα του που τον τριγύριζε στα μονοπάτια του βουνού και του διηγόταν ιστορίες  για τα πουλιά τα δέντρα και τα ξωτικά. Το είχε ιερό σκοπό να τα μεταφέρει σε μένα να μου διηγηθεί όλα όσα έμαθε απ’τον πατέρα του να μη σβήσουν, να μη χαθούν, να συνεχίσουν να υπάρχουν.
Όσο ανεβαίναμε τόσο διηγόταν κι όταν φθάναμε στην κορφή θυμάμαι το βλέμμα του γινόταν καθάριο, αγκαλιά μεγάλη, θαρρείς πως εκείνη τη στιγμή η καρδιά του μπορούσε να συγχωρήσει τις κακίες του κόσμου όλου γιατί απο ψηλά  φάνταζαν ασήμαντες.
Ασφάκα, θυμάρι, φασκόμηλο, πλημμύριζε ο αέρας μυρωδιές που έτσι να έκανες τις έπιανες. Θυμάμαι κάτω απ’τα βράχια της κορφής ένα μώβ λουλουδάκι, πολλές φορές προσπάθησα να το κόψω να το περιεργαστώ, μα μέχρι σήμερα δεν τα κατάφερα. Στον  πατέρα μου άρεσε πολύ και πάντα μούλεγε πως δεν μπορεί να το κόψει, πως δεν έχει το δικαίωμα να στερήσει απο τη φύση αυτή τη λιλιπούτεια ομορφιά. Ρομαντισμός, αυτό τον χαρακτήριζε.

Η πόρτα της εκκλησιάς έτριξε, απέναντι σε απόσταση αναπνοής η ωραία πύλη και στο πλάι η εικόνα της Παναγιάς. Ανάβαμε τα καντήλια και προσκυνούσαμε , σαράντα χρόνια μετά η εικόνα ακόμα μοσχοβολάει όπως ο αέρας που έρχεται απο τον Ευβοϊκό και πάει για το Αιγαίο, περνά πάνω απ’ την κορφή παίρνει τα δώρα του βουνού, μηνύματα της φύσης να ταξιδέψει . Περνά πάνω απ’ την εκκλησιά που αιμοραγεί απ’το χρόνο, πάνω απ’ το κάστρο παίρνει μακρυά τις φωνές των πολιορκημένων κι όταν θυμώσει για τα καλά γυρίζει τις πέτρες ανάποδα να τις κάνει να πάψουν να θυμούνται να πάψουν να μιλούν  για το παρελθόν ο χρόνος τις τρυγά, ραγίζουν δεν αντέχουν.

Το εκκλησάκι του Αϊ Νικόλα είναι γατζωμένο στην άκρη του βράχου, μοναδική θέα ο κάμπος και ο Ευβοϊκός, αλλάζουν χρώματα με τις εποχές.. Συνήθως στις κορφές τα εκκλησάκια είναι αφιερωμένα στον προφήτη Ηλία, εδώ είναι ο Αϊ Νικόλας όπως και νάχει το τοπίο με γεμίζει δέος, είναι ιερό λιμέρι. Κι εδώ οι διαδικασίες ήταν ίδιες, άναμα στα καντήλια προσκύνημα στην εικόνα του Αγίου και μετά ιστορίες και αγνάντεμα. Κάποτε μια καλοκαιρινή καταιγίδα  μας καθήλωσε αρκετή ώρα στη σπηλιά, το θυμάμε σαν όνειρο ,τ΄αστροπελέκια χαράκωναν τον ορίζοντα με θυμό πρωτόγνωρο τον γέμιζαν φωτιά και βουητό.  Άνοιξαν οι κρουνοί τ΄ουρανού και το νερό έτρεχε ποτάμι.
Στριμωγμένος στην αγκαλιά του πατέρα μου σκέπαζα τον φόβο μου, κοιτούσα το καντήλι που τρεμόπαιζε, σπινθύριζε, μου μιλούσε κι έπερνα κουράγιο. Παιδικές αναμνήσεις, όνειρα με νεράιδες , εικόνες της φύσης αφημένες απο το πατρικό χέρι.

Λίγο ακόμα και φθάνω στην κορφή, φούσκωσα για τα καλά μα επιμένω. Θ΄ανάψω το καντήλι της Παναγιάς  του Αϊ Νικόλα, θα κάνω έτσι δά να πιάσω τις μυρωδιές, ν΄ακούσω την πέρδικα να λαλεί. Θα περιμένω. Όπου ν΄άναι θα φανεί κι ο γέρος μου.          

Τρίτη 14 Ιουνίου 2011

Σπασμένα φτερά



Ο χρόνος πάγωσε, στέκει ανήμπορος.
Κάποτε ο αέρας έδινε ζωή στα φτερά της πέτρας, σπόρος ζωής στα χρόνια που τα χωριά μας ζούσαν στιγμές που σήμερα σπάνια συναντάμε. Το λυχνάρι, το φανάρι, ο ανεμόμυλος ανήκουν στο παρελθόν και στα μουσεία. 
Πέτρινα κουφάρια χορτάριασαν, ο σημερινός άνθρωπος απορροφημένος από την καθημερινότητα αδιαφορεί, ο χρόνος ραγίζει τις πέτρες, τρυγά τις θύμησες που στοίχειωσαν τις γέρικες μνήμες, οι νέοι απλά προσπερνούν.
Σπασμένα φτερά που χάθηκαν άφησαν γυμνό το πέτρινο σώμα. Ο αέρας προσπερνά αδιάφορα, η πρόοδος νίκησε, η παράδοση τυπωμένη στο χαρτί φυλλογυρίζει στον νου των γερόντων  που σαν φύγουν κι `αυτοί, ποιος θα διηγείται;

Ανεμόμυλοι στα Ζάρκα.

Αποχαιρετισμός της ημέρας



Είναι η ώρα που η μέρα πηγαίνει ν`αναπαυθεί.
Είναι η ώρα που το πορφυρό πλημυρίζει τον ορίζοντα, τη ματιά, την ψυχή και τη σκέψη. 
Είναι η ώρα που η λήθη ανοίγει τις πύλες στις θύμησες να περιπλανηθούν σ`αόρατα μονοπάτια. 
Είναι η ώρα που η νύκτα παίρνει τη σκυτάλη του χρόνου να διαγράψει τον κύκλο της σιωπής, να γιατρέψει τις πληγές της ημέρας, να δώσει την ευκαιρία στον Μορφέα ν`αγκαλιάσει τα πλάσματα της γής στον διαρκεί αγώνα της ζωής.
Είναι τα ηλιοβασιλέματα, οι αποχρώσεις, εικόνες αναπόλησης, τάμα απο το πρώτο φώς της ανατολής που γεννά τη μέρα.

Φωνές απο το παρελθόν.



Ιστορία λαμπερή και αρχαία όσο η γνώση. Ανεβαίνοντας το βουνό αποσπάσαι από την καθημερινότητα, εισχωρείς στο είναι των πραγμάτων που είναι διαφορετικά αρκεί να θέλεις να τα νιώσεις. Ο χρόνος κατοικεί στις πλαγιές, τις μαστορεύει, τις μεταλλάσσει, δίνει άλλο περιεχόμενο.
Το βουνό του μυστηρίου, ο θρύλος του δράκου, των πρώτων κατοίκων της Νότιας Εύβοιας, μονοπάτι του παρελθόντος χαραγμένο από τις χιλιετίες. Από την αχλή του μύθου μέχρι σήμερα τα δρακόσπιτα αποζημιώνουν τον επισκέπτη. Απίστευτη ομορφιά σμιλεμένης πέτρας, κυκλώπειες διαστάσεις, ανείπωτο μεγαλείο. Περπατώντας τα πανάρχαια μονοπάτια ανατριχιάζεις, το πέπλο του μυστηρίου καλύπτει το παρελθόν κι όταν αντικρίζεις τα πέτρινα μνημεία θέλεις να μάθεις κι άλλα κι ύστερα κι άλλα και προχωρείς κι ανεβαίνεις να φτάσεις στην κορφή να ρουφήξεις και την  τελευταία ικμάδα γνώσης.
Ταξίδι στην ιστορία αγκαλιά με τις ομορφιές της φύσης εκεί που τ` αγριολούλουδα  μαγεύονται από τις εποχές. Τα δρακόσπιτα, το κάστρο με την περίφημη πύλη των Αρμένων, τα αρχαία λατομεία αντιστέκονται βαθιά ριζωμένα, περιμένουν να διηγηθούν την σιωπηλή ιστορία τους.
Φωνές από το παρελθόν που αν θελήσεις ν` ακούσεις προσφέρονται εμπρός σου, πέτρες που ζωντανεύουν το μύθο διηγούνται περασμένες ζωές που κρύβονται στις σελίδες της ιστορίας.
Όλα αυτά τόσο απλά προσφέρονται αρκεί να πάρεις τον δρόμο που οδηγεί στα Στύρα.